- τανυσίπτερος
- τανυσί-πτερος: broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τανυσίπτερος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυσίπτερος — ον, ΝΜΑ βλ. τανύπτερος … Dictionary of Greek
τανυσίπτερον — τανυσίπτερος masc/fem acc sg τανυσίπτερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυσίπτερε — τανυσίπτερος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυσίπτεροι — τανυσίπτερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
τανύπτερος — και τανυσίπτερος, ον, Α αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek